σαπρότης

σαπρότης
σαπρότης
rottenness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαπρότητα — σαπρότης rottenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρότητι — σαπρότης rottenness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρότητος — σαπρότης rottenness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιότητα — η (Α παλαιότης [παλαιός]) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού παλαιού, ο απηρχαιωμένος χαρακτήρας («εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης εἴτε ἡτισοῡν οὖσα», Πλατ.) αρχ. 1. πάλιωμα, μπαγιάτεμα («παλαιότης ἄρτου», Δίων Κάσα) 2. η γεροντική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”